μπαϊλντίζω

μπαϊλντίζω
αμετ.
1) терять сознание, лишаться чувств;

μπαϊλντίζω απ' τα γέλια — покатываться со смеху;

2) изводиться; изнурять себя; выбиваться из сил

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μπαϊλντίζω" в других словарях:

  • μπαϊλντίζω — μπαϊλντίζω, μπαλαΐντισα, μπαϊλντισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαϊλντίζω — και μπαϊλντώ 1. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι από σωματικό κάματο ή από έντονο πνευματικό ή ψυχικό πόνο, αποκάμνω από μεγάλη κούραση ή στενοχώρια («είμαι μπαϊλντισμένη από την πολλή δουλειά») 2. χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • μπαϊλντίζω — (λ. τουρκ.), μπαΐλντισα, μπαϊλντισμένος 1. λιποθυμώ, ζαλίζομαι, χάνω τις αισθήσεις μου: Μόλις έμαθε ότι χρωστάει στην εφορία μπαΐλντισε. 2. εξαντλούμαι από μεγάλο κόπο, λύπη κτλ.: Μπαΐλντισα από την πολλή δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαΐλντισμα — το [μπαϊλντίζω] 1. εξάντληση, αποκάμωμα 2. ζάλη, λιγοθυμιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»